ἐπακτροκέλητα

ἐπακτροκέλητα
ἐπακτροκέλης
light piratical skiff
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επακτροκέλης — ἐπακτροκέλης, ο (Α) ελαφρό ληστρικό, πειρατικό πλοιάριο («ταῡτ εἰς τὸν ἐπακτροκέλητα ἐμβιβάζει», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επακτρ εύς «ψαράς» + κέλης «ελαφρό πλοίο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”